- ζούφιος
- και ζούφος, -ια, -ιο και ζουφός, -ή, -ό και ζοφός, -ή, -ό1. ισχνός, ατροφικός, αμέστωτος2. (για καρπό) κούφιος, αυτός που η ψίχα του είναι κούφια, ισχνή, ατροφική («ζούφια καρύδια»)3. μτφ. για πρόσ. ανόητος.[ΕΤΥΜΟΛ. μσν. ζοφός < αρχ. σομφός «αραιός, χαλαρός» — ο τ. ζουφός < ζοφός (πρβλ. κωφός - κουφός)ο τ. ζούφιος < ζοφός κατά τα επίθ. σε -ιος (πρβλ. κούφος - κούφιος)].
Dictionary of Greek. 2013.